- παχυσμός
- παχυσμόςa growing fatmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα … Dictionary of Greek
παχυσμοῖς — παχυσμός a growing fat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυσμούς — παχυσμός a growing fat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυσμόν — παχυσμός a growing fat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)